- ἔνδειγμα
- ἔνδειγμα, ατος, τό (s. δείγμα, ἐνδείκνυμι; Pla., Critias, 110b; Demosth. 19, 256) the proof of something, evidence, plain indication ἔ. τῆς δικαίας κρίσεως τ. θεοῦ of God’s righteous judgment 2 Th 1:5.—DELG s.v. δείκνυμι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.